ελλέβορος

ελλέβορος
(helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ είδη, από τα οποία τα τέσσερα απαντούν και στην Ελλάδα. Τα φύλλα τους στη βάση του βλαστού είναι μεγάλα και έχουν μακρύ μίσχο, ενώ τα ανώτερα είναι μικρότερα. Τα άνθη είναι μεγάλα, λευκά, πρασινωπά, κόκκινα ή κιτρινωπά, με 5 μεγάλα πεταλοειδή σέπαλα και 5-10 σωληνοειδή πέταλα. Είναι δηλητηριώδη φυτά, γιατί περιέχουν τα τοξικά γλυκοζίδια ελλεβορεΐνη και ελλεβορίνη. Το σημαντικότερο είδος είναι ο ε. ο μέλας που συναντάται σε αλπικές βραχώδεις και δασώδεις περιοχές της κεντρικής Ευρώπης. Έχει χοντρό ρίζωμα με πολυάριθμες ρίζες, μακρόμισχα, ποδοσχιδή φύλλα, με 7-8 οδοντωτούς λοβούς. Στην κορυφή του βλαστού, ύψους 8-20 εκ., εμφανίζεται συνήθως ένα μεγάλο άνθος, με 5 πεταλοειδή, λευκά ή ρόδινα σέπαλα, ενώ τα πέταλά του έχουν μετασχηματιστεί σε νεκταροφόρα σωληνωτά όργανα. Άλλα είδη της ελληνικής χλωρίδας είναι ο ε. ο ανατολικός και ο ε. ο κυκλόψυλλος, που είναι γνωστός με τις ονομασίες σκάρφη και τρελόχορτο. Πολλές ποικιλίες ε. καλλιεργούνται σε ημισκιερές και δροσερές θέσεις των κήπων για καλλωπιστικούς σκοπούς, χάρη στο ωραίο φύλλωμα και στην πρώιμη ανθοφορία τους. Ελλέβορος ο χλωρός, είδος πόας της οικογένειας των ρανουγκουλιδών· κατά την αρχαιότητα τη χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία της παράνοιας. Άνθη του ελλέβορου του δύσοσμου.
* * *
και βέλιουρας, ο (Α ἑλλέβορος και ἐλλέβορος)
φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες
αρχ.
1. το φάρμακο που παρασκευάζεται απ' αυτό το φυτό κατά τής παραφροσύνης
2. το φυτό σησαμοειδές το μέγα
3. χρυσό ενώτιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐλλέβορος — ἑλλέβορος hellebore masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλλέβορος — hellebore masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλεβόροιο — ἑλλέβορος hellebore masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλεβόροις — ἑλλέβορος hellebore masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλεβόροισι — ἑλλέβορος hellebore masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλεβόροισιν — ἑλλέβορος hellebore masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλεβόρου — ἑλλέβορος hellebore masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλεβόρους — ἑλλέβορος hellebore masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλεβόρων — ἑλλέβορος hellebore masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλεβόρῳ — ἑλλέβορος hellebore masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”